- βρόντος
- ο1. βροντή2. ισχυρός κρότος ή θόρυβος3. δυνατό χτύπημα, ράπισμα4. φρ. α) «μιλάει στον βρόντο», «πήγαν στον βρόντο», «πήγαν του βρόντου» — μάταια, ανώφελαβ) «από κλότσο σε βρόντο» — για κάποιον που υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντώ (υποχωρητικός σχηματισμός). Η νεοελλ. φρ. «στον βρόντο»προήλθε από την τακτική των πολεμιστών να πυροβολούν προς την κατεύθυνση από την οποία ακουγόταν ο πυροβολισμός όταν δεν ήταν δυνατόν να εντοπίσουν τον εχθρό. Η βολή όμως αυτή συχνά δεν έβρισκε τον στόχο, γι' αυτό και η φρ. «στον βρόντο» κατέληξε να σημαίνει «μάταια, ανώφελα»].
Dictionary of Greek. 2013.